-
1 трикотаж
трикотаж м 1) το πλεχτό (ύφασμα) 2) (изделия ) τα πλεχτά* * *м1) το πλεχτό (ύφασμα)2) ( изделия) τα πλεχτά
См. также в других словарях:
μελισσοκόφινο — το είδος κυψέλης (από τα παραδοσιακά πλεχτά κοφίνια που χρησίμευαν για κυψέλες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)